Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κέρδισε το

  • 1 γλυκαίνω

    (αόρ. (ε)γλύκ(ι)ανα, παθ. αόρ. (ε)γλυκ(ι)άθηκα и εγλυκά[ν]θην) 1. μετ.
    1) прям., перен. делать что-л. сладким, подслащивать; 2) смягчить, успокаивать, облегчать (боль и т. п.); 3) услаждать, доставлять удовольствие, радовать; 2. αμετ. 1) становиться сладким; 2) смягчаться, успокаиваться, облегчиться; улучшиться, проясняться (о погоде); γλύκανε ο καιρός погода разгулялась; 3) перен. наслаждаться, упиваться; κέρδισε στην αρχή και γλυκάθηκε первый выигрыш заставил его увлечься;

    γλυκαίνομαι — получить удовольствие, наслаждаться, радоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλυκαίνω

  • 2 είκοσι

    αριθ. двадцать;

    τό είκοσι — число двадцать;

    κέρδισε το είκοσι — выиграл двадцатый номер;

    περπατάω τα'(или βαδίζω στα;

    είκοσι — мне идёт двадцатый год;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > είκοσι

  • 3 τόσος

    η, ο αντων.
    1) такой (по величине, количеству, степени);

    τόσ κόσμος! — столько народу!;

    έννοιωσα τόση χαρά! — я почувствовал такую радость!;

    είναι τόσοςон вот такой (по величине);

    τόσος δα — очень маленький;

    μου 'δώσε τόσο δα γλυκό — он дал мне вот столечко варенья;

    μιά γυναίκα τόση δα — очень маленькая женщина;

    πέρασε τόσα — он так много пережил;

    τόσа καί τόσα επαθε και μυαλό δεν έβαλε — он столько прожил, а ума не нажил;

    2) (после числ.) с небольшим;

    κέρδισε τρείς χιλιάδες τόσες δραχμές — он выиграл три тысячи драхм с небольшим;

    στα πενήντα τόσα — где-то в пятидесятых годах;

    § τόσος μόνο — такой маленький;

    τόσος καί τόσος — очень много;

    ως τόσον — однако;

    τόσ... ώστε... — такой..., что...; — столько..., что...;

    τόσа ξέρεις τόσα λες — что с тебя (глупого) взять;

    τόσа πού σού φεύγει το καφάσι — до чёрта

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσος

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»